- αποκαΐδι
- το [αποκαίω]απομεινάρι του δαυλιού, μισοκαμένο ξύλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκαΐδι — το ϊδιού, απομεινάρι καύσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόκαμα — το (AM ἀπόκαυμα) το αποκαΐδι* αρχ. μσν. 1. το έγκαυμα 2. η χιονίστρα … Dictionary of Greek
απόκαφτρο — το 1. το αποκαΐδι*. 2. η κάφτρα του φιτιλιού … Dictionary of Greek